Αναζήτησες τη λέξη "εφαρμόζω" στα Ελληνικά
εφαρμόζω εφαρμόζω (Ρήμα) (ενεστ. ε-φαρ-μό-ζω, αόρ. εφάρμοσα, | 383.mp3 zbatoj (Folje) (e tashme zba-toj, e kr. thj v. zbatova, | 383.mp3 применять (Глагол) (ενεστ. при-ме-нять, αόρ. применил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |