Αναζήτησες τη λέξη "ευκαιρία" στα Ελληνικά
ευκαιρία ευκαιρία (η) (Ουσιαστικό) (ευ-και-ρί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 375.mp3 rast (Emër) (rast, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 375.mp3 возможность (Существительное) (воз-мож-ность, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |