Αναζήτησες τη λέξη "ευθεία" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
ευθεία ευθεία (η) (Ουσιαστικό) (ευ-θεί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 374.mp3 drejtëz (Emër) (drej-tëz, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 374.mp3 прямая (Существительное, прилагательное) (пря-ма-я) |