Αναζήτησες τη λέξη "εσώρουχο" στα Ελληνικά

εσώρουχο εσώρουχο (το)

(Ουσιαστικό)

(ε-σώ-ρου-χο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

368.mp3 mbathje
ndërresë

(Emër)

(mba-thje, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

368.mp3 нижнее бельё

(Существительное)

(ниж-не-е бель-ё)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я