Αναζήτησες τη λέξη "εργασία" στα Ελληνικά
εργασία εργασία (η) (Ουσιαστικό) (ερ-γα-σί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 365.mp3 punë (Emër) (pu-në, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 365.mp3 работа (Существительное) (ра-бо-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "εργασία" στα Ελληνικά
εργασία εργασία (η) (Ουσιαστικό) (ερ-γα-σί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 365.mp3 punë (Emër) (pu-në, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 365.mp3 работа (Существительное) (ра-бо-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |