Αναζήτησες τη λέξη "εργάζομαι" στα Ελληνικά
εργάζομαι εργάζομαι (Ρήμα) (ενεστ. ερ-γά-ζο-μαι, αόρ. εργάστηκα) | 364.mp3 punoj (Folje) (e tashme pu-noj, e kr. thj v. punova, | 364.mp3 работать (Глагол) (ενεστ. ра-бо-тать, αόρ. работал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |