Αναζήτησες τη λέξη "επιχείρηση" στα Ελληνικά
επιχείρηση επιχείρηση (η) (Ουσιαστικό) (ε-πι-χεί-ρη-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 363.mp3 biznes (Emër) (biz-nes, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 363.mp3 предприятие (Существительное) (пред-при-я-ти-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |