Αναζήτησες τη λέξη "επιτηρώ" στα Ελληνικά
επιτηρώ επιτηρώ (Ρήμα) (ενεστ. ε-πι-τη-ρώ, αόρ. επιτήρησα, Παραδείγματα | 361.mp3 mbikëqyr (Folje) (e tashme mbi-kë-qyr, e kr. thj v. mbikëqyra, | 361.mp3 наблюдать (Глагол) (ενεστ. наб-лю-дать, αόρ. наблюдал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |