Αναζήτησες τη λέξη "επιστήμη" στα Ελληνικά
επιστήμη επιστήμη (η) (Ουσιαστικό) (ε-πι-στή-μη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 359.mp3 shkencë (Emër) (shken-cë, gj. -ës, sh. -at, gj. -eve) | 359.mp3 наука (Существительное) (на-у-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |