Αναζήτησες τη λέξη "επιστάτης" στα Ελληνικά
επιστάτης επιστάτης (ο) (Ουσιαστικό) (ε-πι-στά-της, γεν. -η, πληθ. -ες) | 358.mp3 mbikqyrës (Emër) (mbik-qy-rës, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) | 358.mp3 сторож (Существительное) (сто-рож, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ей) |