Αναζήτησες τη λέξη "επιδημία" στα Ελληνικά
επιδημία επιδημία (η) (Ουσιαστικό) (ε-πι-δη-μί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 352.mp3 epidemi (Emër) (e-pi-de-mi, gj. -së, sh. -të, gj. -ve) | 352.mp3 эпидемия (Существительное) (э-пи-де-ми-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |