Αναζήτησες τη λέξη "επηρεάζω" στα Ελληνικά
επηρεάζω επηρεάζω (Ρήμα) (ενεστ. ε-πη-ρε-ά-ζω, αόρ. επηρέασα, | 348.mp3 ndikoj (Folje) (e tashme ndi-koj, e kr. thj v. ndikova, | 348.mp3 влиять (Глагол) (ενεστ. вли-ять, αόρ. повлиял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |