Αναζήτησες τη λέξη "επίπεδο" στα Ελληνικά
επίπεδο επίπεδο (το) (Ουσιαστικό) (ε-πί-πε-δο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 356.mp3 nivel (Emër) (ni-vel, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 356.mp3 уровень (Существительное) (у-ро-вень, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |