Αναζήτησες τη λέξη "επίδραση" στα Ελληνικά
επίδραση επίδραση (η) (Ουσιαστικό) (ε-πί-δρα-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 353.mp3 efekt (Emër) (e-fekt, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 353.mp3 воздействие (Существительное) (воз-дей-стви-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |