Αναζήτησες τη λέξη "επίδεσμος" στα Ελληνικά
επίδεσμος επίδεσμος (ο) (Ουσιαστικό) (ε-πί-δε-σμος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 351.mp3 fasho (Emër) (fa-sho, gj. -os, sh. -ot, gj. -ove) | 351.mp3 повязка (Существительное) (по-вяз-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |