Αναζήτησες τη λέξη "επέμβαση" στα Ελληνικά
επέμβαση επέμβαση (η) (Ουσιαστικό) (ε-πέμ-βα-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 347.mp3 ndërhyrje (Emër/Emër) (ndër-hyr-je/o-pe-ra-cion) | 347.mp3 вмешательство (Существительное) (вме-ша-тель-ство, γεν. -а, πληθ. -а) |