Αναζήτησες τη λέξη "επέμβαση" στα Ελληνικά

επέμβαση επέμβαση (η)

(Ουσιαστικό)

(ε-πέμ-βα-ση, γεν. -ης, -εως,
πληθ. -εις, γεν. -εων)

347.mp3 ndërhyrje
audio/mp3/al/other/347b.mp3 operacion

(Emër/Emër)

(ndër-hyr-je/o-pe-ra-cion)

347.mp3 вмешательство
audio/mp3/ru/other/347b.mp3 операция

(Существительное)

(вме-ша-тель-ство, γεν. -а,
πληθ. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я