Αναζήτησες τη λέξη "εξωτερικός" στα Ελληνικά
εξωτερικός εξωτερικός, -ή, -ό (Επίθετο) (ε-ξω-τε-ρι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 342.mp3 (i,e) jashtëm (Mbiemër) ((i,e) ja-shtëm, (e,të) -m, -e) | 342.mp3 внешний, -яя, -ее (Прилагательное) (внеш-ний, γεν. -его, -ей, -его, πληθ. -ие, -ие, -ие) |