Αναζήτησες τη λέξη "εξοφλώ" στα Ελληνικά

εξοφλώ εξοφλώ

(Ρήμα)

(ενεστ. ε-ξο-φλώ, αόρ. εξόφλησα,
παθ. αόρ. εξοφλήθηκα, παθ. μτχ. εξοφλημένος)

341.mp3 likuidoj

(Folje)

(e tashme li-ku-i-doj, e kr. thj v. likuidova,
e kr. thj. jov. u likuidova, pjesore likuiduar)

341.mp3 погасить (задолженность)

(Глагол)

(ενεστ. погасить, αόρ. погасил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. погасился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. погашенный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я