Αναζήτησες τη λέξη "εξοργίζω" στα Ελληνικά
εξοργίζω εξοργίζω (Ρήμα) (ενεστ. ε-ξορ-γί-ζω, αόρ. εξόργισα, | 340.mp3 nxeh (Folje) (e tashme nxeh, e kr. thj v. nxeha, | 340.mp3 выводить из себя (Глагол) (ενεστ. не-го-до-вать, αόρ. негодовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |