Αναζήτησες τη λέξη "εξοπλίζω" στα Ελληνικά
εξοπλίζω εξοπλίζω (Ρήμα) (ενεστ. ε-ξο-πλί-ζω, αόρ. εξόπλισα, Παραδείγματα | 339.mp3 pajis (Folje) (e tashme pa-jis, e kr. thj v. pajisa, | 339.mp3 оснащать (Глагол) (ενεστ. ос-на-щать, αόρ. оснастил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |