Αναζήτησες τη λέξη "εμπόδιο" στα Ελληνικά
εμπόδιο εμπόδιο (το) (Ουσιαστικό) (ε-μπό-δι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 334.mp3 pengesë (Emër) (pe-nge-së, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 334.mp3 препятствие (Существительное) (пре-пят-стви-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |