Αναζήτησες τη λέξη "εμβόλιο" στα Ελληνικά
εμβόλιο εμβόλιο (το) (Ουσιαστικό) (εμ-βό-λι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 329.mp3 vaksinë (Emër) (va-ksi-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 329.mp3 прививка (Существительное) (при-вив-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |