Αναζήτησες τη λέξη "ελέφαντας" στα Ελληνικά
ελέφαντας ελέφαντας (ο) (Ουσιαστικό) (ε-λέ-φα-ντας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 325.mp3 elefant (Emër) (e-le-fant, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 325.mp3 слон (Существительное) (слон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |