Αναζήτησες τη λέξη "ελέγχω" στα Ελληνικά
ελέγχω ελέγχω (Ρήμα) (ενεστ. ε-λέγ-χω, αόρ. έλεγξα, | 324.mp3 kontrolloj (Folje) (e tashme ko-ntro-lloj, e kr. thj v. kontrollova, | 324.mp3 проверять (Глагол) (ενεστ. про-ве-рять, αόρ. проверил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |