Αναζήτησες τη λέξη "εκτυπώνω" στα Ελληνικά
εκτυπώνω εκτυπώνω (Ρήμα) (ενεστ. ε-κτυ-πώ-νω, αόρ. εκτύπωσα, Παραδείγματα | 319.mp3 shtyp (Folje) (e tashme shtyp, e kr. thj v. shtypa, | 319.mp3 распечатывать (Глагол) (ενεστ. рас-пе-ча-ты-вать, αόρ. распечатал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |