Αναζήτησες τη λέξη "εκτελώ" στα Ελληνικά
εκτελώ εκτελώ (Ρήμα) (ενεστ. ε-κτε-λώ, αόρ. εκτέλεσα, | 317.mp3 kryej (Folje) (e tashme kry-ej, e kr. thj v. kreva, | 317.mp3 исполнять (Глагол) (ενεστ. ис-пол-нять, αόρ. исполнил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |