Αναζήτησες τη λέξη "εκπρόσωπος" στα Ελληνικά
εκπρόσωπος εκπρόσωπος (ο) (Ουσιαστικό) (εκ-πρό-σω-πος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 312.mp3 përfaqësues (Emër) (për-fa-që-su-es, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) | 312.mp3 представитель (Существительное) (пред-ста-ви-тель, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |