Αναζήτησες τη λέξη "εκπαιδεύω" στα Ελληνικά
εκπαιδεύω εκπαιδεύω (Ρήμα) (ενεστ. εκ-παι-δεύ-ω, αόρ. εκπαίδευσα, | 310.mp3 arsimoj (Folje) (e tashme arsi-moj/stër-vit, e kr. thj v. arsimova/stërvita, | 310.mp3 обучать (Глагол) (ενεστ. о-бу-чать, αόρ. обучил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |