Αναζήτησες τη λέξη "εκλέγω" στα Ελληνικά
εκλέγω εκλέγω (Ρήμα) (ενεστ. ε-κλέ-γω, αόρ. εξέλεξα, Παραδείγματα | 309.mp3 zgjedh (Folje) (e tashme zgjedh, e kr. thj v. zgjodha, | 309.mp3 избирать (Глагол) (ενεστ. из-би-рать, αόρ. избрал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |