Αναζήτησες τη λέξη "εκκλησία" στα Ελληνικά
εκκλησία εκκλησία (η) (Ουσιαστικό) (εκ-κλη-σί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 308.mp3 kishë (Emër) (ki-shë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 308.mp3 церковь (Существительное) (цер-ковь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |