Αναζήτησες τη λέξη "εισπράττω" στα Ελληνικά
εισπράττω εισπράττω (Ρήμα) (ενεστ. εισ-πράτ-τω, αόρ. εισέπραξα, | 305.mp3 marr (Folje) (e tashme marr, e kr. thj v. mora, | 305.mp3 взимать (Глагол) (ενεστ. взи-мать, αόρ. взял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |