Αναζήτησες τη λέξη "εισιτήριο" στα Ελληνικά
εισιτήριο εισιτήριο (το) (Ουσιαστικό) (ει-σι-τή-ρι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 304.mp3 biletë (Emër) (bi-le-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 304.mp3 билет (Существительное) (би-лет, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |