Αναζήτησες τη λέξη "εθελοντής" στα Ελληνικά

εθελοντής εθελοντής (ο)

(Ουσιαστικό)

(ε-θε-λο-ντής, γεν. -ή,
πληθ. -ές, γεν. -ών)

298.mp3 vullnetar

(Emër)

(vull-ne-tar, gj. -it,
sh. -ët , gj. -ëve )

298.mp3 волонтёр

(Существительное)

(во-лон-тёр, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я