Αναζήτησες τη λέξη "εθελοντής" στα Ελληνικά
εθελοντής εθελοντής (ο) (Ουσιαστικό) (ε-θε-λο-ντής, γεν. -ή, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 298.mp3 vullnetar (Emër) (vull-ne-tar, gj. -it, sh. -ët , gj. -ëve ) | 298.mp3 волонтёр (Существительное) (во-лон-тёр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |