Αναζήτησες τη λέξη "εγκρίνω" στα Ελληνικά
εγκρίνω εγκρίνω (Ρήμα) (ενεστ. ε-γκρί-νω, αόρ. ενέκρινα, | 291.mp3 miratoj (Folje) (e tashme mi-ra-toj, e kr. thj v. miratova, | 291.mp3 одобрять (Глагол) (ενεστ. о-доб-рять, αόρ. одобрил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |