Αναζήτησες τη λέξη "εγγόνι" στα Ελληνικά εγγόνι εγγόνι (το) (Ουσιαστικό)(εγ-γό-νι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΗ γιαγιά και ο παππούς έχουν τρία εγγόνια. Είμαι το αγαπημένο εγγόνι της γιαγιάς μου. 288.mp3 nip(Emër)(nip, gj. -it,sh. -it, gj. -rve)ShembujGjyshja dhe gjyshi kanë tre nipër. Jam nipi i dashur i gjyshes sime. 288.mp3 внук(Существительное)(внук, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыУ бабушки с дедушкой трое внуков. Я - любимый внук моей бабушки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я