Αναζήτησες τη λέξη "δύναμη" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| δύναμη δύναμη (η) (Ουσιαστικό) (δύ-να-μη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 279.mp3 forcë (Emër) (for-cë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 279.mp3   сила (Существительное) (си-ла, γεν. -ы, πληθ. -ы) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!