Αναζήτησες τη λέξη "δόντι" στα Ελληνικά
δόντι δόντι (το) (Ουσιαστικό) (δό-ντι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 274.mp3 dhëmb (Emër) (dhëmb, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 274.mp3 зуб (Существительное) (зуб, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |