Αναζήτησες τη λέξη "δωρεά" στα Ελληνικά δωρεά δωρεά (η) (Ουσιαστικό)(δω-ρε-ά, γεν. -άς,πληθ. -ές)ΠαραδείγματαΈκανε μια μεγάλη δωρεά σε ένα ίδρυμα απόρων. 284.mp3 dhuratë(Emër)(dhu-ra-të, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujBëri një dhuratë të madhe në një institucion të skamësve. 284.mp3 дар(Существительное)(дар, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыОн сделал большое пожертвование учреждению неимущих. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я