Αναζήτησες τη λέξη "δωμάτιο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
δωμάτιο δωμάτιο (το) (Ουσιαστικό) (δω-μά-τι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 283.mp3 dhomë (Emër) (dho-më, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 283.mp3 комната (Существительное) (ком-на-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |