Αναζήτησες τη λέξη "δυστύχημα" στα Ελληνικά

δυστύχημα δυστύχημα (το)

(Ουσιαστικό)

(δυ-στύ-χη-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

282.mp3 aksident
audio/mp3/al/other/282b.mp3 fatkeqësi

(Emër)

(a-ksi-dent/fat-ke-që-si, gj. -it/së,
sh. -et/të, gj. -eve/ive)

282.mp3 несчастье
audio/mp3/ru/other/282b.mp3 происшествие

(Существительное)

(не-счасть-е, γεν. -я,
πληθ. -я, γεν. -й)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я