Αναζήτησες τη λέξη "δυναμώνω" στα Ελληνικά
δυναμώνω δυναμώνω (Ρήμα) (ενεστ. δυ-να-μώ-νω, αόρ. δυνάμωσα, | 280.mp3 forcoj (Folje) (e tashme for-coj, e kr. thj v. forcova, | 280.mp3 усиливать (Глагол) (ενεστ. у-си-ли-вать, αόρ. усилил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |