Αναζήτησες τη λέξη "δρόμος" στα Ελληνικά
δρόμος δρόμος (ο) (Ουσιαστικό) (δρό-μος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 277.mp3 rrugë (Emër) (rru-gë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 277.mp3 дорога (Существительное) (до-ро-га, γεν. -и, πληθ. -и) |