Αναζήτησες τη λέξη "δροσίζω" στα Ελληνικά
δροσίζω δροσίζω (Ρήμα) (ενεστ. δρο-σί-ζω, αόρ. δρόσισα, Παραδείγματα | 278.mp3 freskoj (Folje) (e tashme fre-skoj, e kr. thj v. freskova, Shembuj | 278.mp3 освежать (Глагол) (ενεστ. ос-ве-жать, αόρ. освежил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |