Αναζήτησες τη λέξη "δοχείο" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| δοχείο δοχείο (το) (Ουσιαστικό) (δο-χεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 276.mp3 enë (Emër) (e-në, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 276.mp3 сосуд (Существительное) (со-суд, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!