Αναζήτησες τη λέξη "δουλειά" στα Ελληνικά

δουλειά δουλειά (η)

(Ουσιαστικό)

(δου-λειά, γεν. -άς,
πληθ. -ές, γεν. -ών)

275.mp3 punë

(Emër)

(pu-në, gj. -ës,
sh. -ët, gj. -ëve)

275.mp3 работа

(Существительное)

(ра-бо-та , γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я