Αναζήτησες τη λέξη "δοκιμάζω" στα Ελληνικά
δοκιμάζω δοκιμάζω (Ρήμα) (ενεστ. δο-κι-μά-ζω, αόρ. δοκίμασα, | 273.mp3 provoj (Folje) (e tashme pro-voj, e kr. thj v. provova, | 273.mp3 пробовать (Глагол) (ενεστ. про-бо-вать, αόρ. попробовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |