Αναζήτησες τη λέξη "δοκιμάζω" στα Ελληνικά

δοκιμάζω δοκιμάζω

(Ρήμα)

(ενεστ. δο-κι-μά-ζω, αόρ. δοκίμασα,
παθ. αόρ. δοκιμάστηκα, παθ. μτχ. δοκιμασμένος)

273.mp3 provoj

(Folje)

(e tashme pro-voj, e kr. thj v. provova,
e kr. thj. jov. u provova, pjesore provuar)

273.mp3 пробовать
audio/mp3/ru/other/273b.mp3 примерять

(Глагол)

(ενεστ. про-бо-вать, αόρ. попробовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. попробованный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я