Αναζήτησες τη λέξη "διδασκαλία" στα Ελληνικά
διδασκαλία διδασκαλία (η) (Ουσιαστικό) (δι-δα-σκα-λί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 262.mp3 mësimdhënie (Emër) (më-sim-dhë-ni-e, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 262.mp3 преподавание (Существительное) (пре-по-да-ва-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |