Αναζήτησες τη λέξη "διδάσκω" στα Ελληνικά
διδάσκω διδάσκω (Ρήμα) (ενεστ. δι-δά-σκω, αόρ. δίδαξα, | 263.mp3 mësoj (Folje) (e tashme më-soj, e kr. thj v. mësova, | 263.mp3 преподавать (Глагол) (ενεστ. пре-по-да-вать, αόρ. преподавал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |