Αναζήτησες τη λέξη "διαφήμιση" στα Ελληνικά
διαφήμιση διαφήμιση (η) (Ουσιαστικό) (δια-φή-μι-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 257.mp3 reklamë (Emër) (re-kla-më, gj. -ës , sh. -at, gj. -ave) | 257.mp3 реклама (Существительное) (рек-ла-ма, γεν. -ы, πληθ. -ы) |