Αναζήτησες τη λέξη "διατροφή" στα Ελληνικά διατροφή διατροφή (η) (Ουσιαστικό)(δια-τρο-φή, γεν. -ής)ΠαραδείγματαΠροσέχει πάντα τη διατροφή του. 256.mp3 të ushqyerit(Emër)(të u-shqy-e-rit, gj. -it)ShembujGjithmonë kujdeset për të ushqyerit e tij. 256.mp3 питание(Существительное)(пи-та-ни-е, γεν. -я)ПримерыОн всегда заботится о своем питании. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я